- μορφογένεση
- η1. βιολ. η ανάπτυξη τής μορφής και τών επιμέρους εσωτερικών δομών τού οργανισμού κατά το εμβρυακό στάδιο, αλλ. μορφογονία2. (γεωμορφ.) αρχή σύμφωνα με την οποία οι ομοιότητες τών μορφών τού αναγλύφου τής γήινης επιφάνειας οφείλονται κυρίως σε ομοιότητες τών κλιματικών συνθηκών που επικρατούν στις εξεταζόμενες περιοχές («ανθρωπογενής μορφογένεση» — η μορφολογία μιας περιοχής που προκύπτει με τις ενέργειες τού ανθρώπου).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. morphogenesis (< μορφή + γένεση)].
Dictionary of Greek. 2013.